ανθρακιάζω
Смотреть что такое "ανθρακιάζω" в других словарях:
ανθρακιάζω — 1. (για μαλλί ή ύφασμα) ξεχωρίζω με χημική επεξεργασία τις ζωικές από τις φυτικές ουσίες 2. ανθρακώ* … Dictionary of Greek
ανθρακιάζω — 1. (για μαλλί ή ύφασμα) ξεχωρίζω με χημική επεξεργασία τις ζωικές από τις φυτικές ουσίες 2. ανθρακώ* … Dictionary of Greek